- ὀπισθοβριθές
- ὀπισθοβριθήςloaded behindmasc/fem voc sgὀπισθοβριθήςloaded behindneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπισθοβριθής — ὀπισθοβριθής, ές (Α) φορτωμένος, βαρύς στο πίσω μέρος («ὀπισθοβριθἐς ἔγχος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + βριθής (< βρῖθος «βάρος»), πρβλ. σιδηρο βριθής] … Dictionary of Greek